αλλοτριόμορφος

αλλοτριόμορφος
Χαρακτηρισμός των ορυκτών που σχηματίζονται στη δεύτερη φάση της στερεοποίησης των πετρωμάτων. Τα ορυκτά αυτά αναγκάζονται τότε να πάρουν όχι τη δική τους κρυσταλλική μορφή, αλλά τη μορφή των κενών χώρων, τους οποίους αφήνουν μεταξύ τους οι κρύσταλλοι που σχηματίστηκαν στην πρώτη φάση της στερεοποίησης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αλλότριος — ια, ιο (Α ἀλλότριος, ία, ιον) 1. αυτός που ανήκει σε άλλον, που είναι κτήμα άλλου (αντίθετα αρχ. ἴδιος, νεοελλ. (ι)δικός (μου) 2. (ο πληθυντικός ουδετέρου ως ουσιαστικό) τὰ ἀλλότρια (αρχ. και με κράση τἀλλότρια) αυτά που ανήκουν σε άλλους, η ξένη …   Dictionary of Greek

  • ξενομορφικός — ή, ό φρ. «ξενομορφικός ιστός» γεωλ. κατηγορία ιστού εκρηξιγενών πετρωμάτων στον οποίο τα ορυκτολογικά συστατικά τού πετρώματος δεν έχουν διατηρήσει τη δική τους κρυσταλλική μορφή αλλά έχουν άλλη, ξένη, αλλ. αλλοτριόμορφος ιστός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”